Οι Γραφές του Αύριο

…γιατί το Σήμερα πέρασε και το Χθες δεν ήρθε ακόμη

Μου ζητήθηκε να μιλήσω για τον Άγγελο Μαστοράκη

Posted by Alecos Papadopoulos στο 28 Μαρτίου, 2016

angelo laughing(Ομιλία σε εκδήλωση της Αθηναϊκής Λέσχης Επιστημονικής Φαντασίας, 27 Μαρτίου 2016)

Μου ζητήθηκε να μιλήσω για τον Άγγελο Μαστοράκη. Θεώρησα αυτονόητο ότι θα έπρεπε να γράψω ένα κείμενο και να το αναγνώσω.  Κι αυτό γιατί ο Άγγελος διέκρινε τους ανθρώπους γύρω του σε δύο μεγάλες ομάδες: σε αυτούς που διαβάζουν, και σε αυτούς που δεν διαβάζουν.
Δικτατορία του γραπτού λόγου, θα πείτε. Υπάρχουν άνθρωποι του ήχου, της εικόνας, άνθρωποι που δεν τα πάνε καθόλου καλά με τον γραπτό λόγο αλλά είναι άτομα καλλιεργημένα, ευαίσθητα, δημιουργικά, ευεργετικά για τους γύρω τους… άλλωστε κι ο ίδιος ο Άγγελος, ήταν κι αυτός άνθρωπος και του ήχου, και της εικόνας.
Όμως αυτός ο διαχωρισμός που έκανε εκφράζει μάλλον με τον πιο σαφή τρόπο ένα βασικό χαρακτηριστικό του: την πεποίθησή του ότι μόνο μέσω του λόγου μπορεί, ίσως, η ανθρωπότητα να ξεπεράσει τους κινδύνους και τις προκλήσεις που ο ίδιος ο λόγος έχει δημιουργήσει.
Ο Άγγελος διάβασε στη ζωή του χιλιάδες βιβλία σε σχέση με χιλιάδες διαφορετικά θέματα. Το τρομακτικό ήταν ότι συγκρατούσε στο μυαλό του το μεγαλύτερο μέρος από αυτά, όχι ως φωτογραφική ανάκληση, ή περιληπτική μνήμη, αλλά ως επεξεργασμένη γνώση. Οι γνώσεις του ήταν απίστευτα ευρείες, για απίστευτα θέματα. Το κακό με τον Άγγελο ήταν ότι δεν του άρεσε να επιδεικνύει τις γνώσεις του. Αυτό δημιουργούσε καταστάσεις όπως η ακόλουθη: βρισκόμαστε κάποιο απόγευμα και άρχιζα να συζητώ κάποιο θέμα που με απασχολούσε, συνήθως σε σχέση με κάτι που διάβαζα. Ο Άγγελος άκουγε, έκανε κάποιες ερωτήσεις… έπρεπε να περάσει αρκετή ώρα για να αποφασίσει να ανοίξει το στόμα του στ’ αλήθεια… και να συνειδητοποιήσω ότι γνώριζε ένα σωρό πράγματα για το θέμα που συζητούσαμε, πολύ περισσότερα από όσα γνώριζα εγώ, αλλά και το ότι είχε σχηματίσει και άποψη για το θέμα… πιθανώς πολλά χρόνια πριν.
Για τον Άγγελο λοιπόν, διαβάζω, σημαίνει σκέφτομαι. Ήταν λοιπόν ο Άγγελος Μαστοράκης ένας άτεγκτος ρασιοναλιστής;
Νομίζω ότι ο Άγγελος θα προσυπέγραφε τη ρήση του Κορνήλιου Καστοριάδη, ότι «ο άνθρωπος δεν διαχωρίζεται από τα ζώα εξαιτίας της λογικής του, αλλά εξαιτίας της φαντασίας του».
Αλλά τι είναι η φαντασία; Αδόμητες εικόνες; Tυχαίοι συνδυασμοί ήχων; Kαλειδοσκόπιο αισθήσεων; Σουρεαλιστικά όνειρα; Μια απόδραση από τον λόγο; To αντίθετο θα έλεγα: η φαντασία είναι η απόπειρα του λόγου να υπερβεί τον εαυτό του… μήπως και ξεπεράσει τους κινδύνους και τις προκλήσεις που ο ίδιος ο λόγος έχει δημιουργήσει.
Ίσως έτσι γίνεται πιο ξεκάθαρο, το γιατί ο Άγγελος αντιμετώπιζε επιφυλακτικά και ενίοτε καχύποπτα τον κόσμο του Φανταστικού πέραν της Επιστημονικής Φαντασίας: τον έβλεπε σαν μια απόπειρα απόδρασης από τον λόγο, ενώ η Επιστημονική Φαντασία φέρνει τον όρθο λόγο μέσα στο σύμπαν της τέχνης, και του ζητά να λογοδοτήσει για την ορθότητά του. Μερικές φορές  ο λόγος βγαίνει δικαιωμένος. Άλλες, βγαίνει αγνώριστος.
Μιλώντας για κάτι αγνώριστο, παρακαλώ ας δούμε μια συγκεκριμένη φωτογραφία:

Angmst suit
Το κεφάλι αυτό είναι του Άγγελου Μαστοράκη σε νεαρή ηλικία. Το σώμα από κάτω είναι μια πρόχειρη συρραφή. Έτσι εμφανιζόταν ο νεαρός Άγγελος Μαστοράκης στην πόρτα των σπιτιών που κατοικούσαν οι νεαρές κορασίδες που φλέρταρε. Γιατί; Την κόμη του και τα γένια του δεν σκόπευε να τα θυσιάσει -άλλωστε εκείνες τις εποχές η εξωτερική εμφάνιση ενός ανθρώπου ήταν μια σημαίνουσα ιδεολογική και φιλοσοφική δήλωση. Όμως, ο Άγγελος ήθελε και το κορίτσι. Και οι γονείς του κοριτσιού δεν θα καλόβλεπαν έναν νεαρό με τέτοια μαλλιά και γένια. Τι κάνουμε; Εφαρμόζουμε αντίμετρα, παραλλαγή. Το κουστούμι, ήταν κι αυτό μια βαριά ιδεολογική και κοινωνική δήλωση -αλλά από εκείνες που αρέσουν στους γονείς. Όταν λοιπόν εμφανίζεται ένας τέτοιος νεαρός στην πόρτα σου, λέγοντας ότι ήρθε να δει την Κατερίνα (ή και να την πάρει να βγούνε βόλτα), πρέπει ως γονέας να αποφασίσεις πώς θα ερμηνεύσεις και πώς θα αντιμετωπίσεις το πράγμα που βλέπεις μπροστά σου. Kι εκεί, ο Άγγελος είχε σκεφτεί σωστά: τα μαλλιά και τα γένια προκαλούν ανησυχία, αλλά πριν αυτή μετατραπεί σε δυσαρέσκεια, έρχεται το κοστούμι να επιβάλει καθησυχασμό και σεβασμό. Σε μια εποχή που η νεολαία άρχιζε να αμφισβητεί ανοιχτά τις τακτοποιημένες μεταπολεμικές δομές, εκείνοι οι νεαροί που επέλεγαν να φορούν ολόκληρο κουστούμι δεν μπορούσαν παρά να είναι όσο σοβαροί έλπιζε ένας γονιός. Και τα γένια και τα μαλλιά; Νεαρός είναι, στον σωστό δρόμο είναι, θα έρθει η ώρα που θα το τακτοποιήσει κι αυτό. Κι έτσι, ο Άγγελος έπαιρνε το κορίτσι και πήγαιναν την πολυπόθητη βόλτα.
Μπορούμε να αλλάξουμε φωτογραφία.
Ο Άγγελος λοιπόν, διάβαζε, σκεφτόταν, και σκεφτόταν καλά. Αλλά όπως σας είπα, η πράξη του σε αυτή τη ζωή δεν ήταν τα λόγια του. Μεγαλώνοντας στη λαϊκή Νίκαια, η πράξη γι αυτόν έπρεπε να είναι κάτι πέραν του λόγου: παρά την αγάπη του για τον λόγο, έπρεπε να κάνει πράγματα απτά. Έτσι λοιπόν ο Άγγελος Μαστοράκης δεν έγινε κατ’ επάγγελμα γραφιάς, διανοούμενος, φιλόσοφος. Αν δεν έγινε όλα αυτά, τι έγινε;
Στην κηδεία του, ο Παναγιώτης Κούστας προσπάθησε να βρει και να αναφέρει μερικά πράγματα που δεν είχε κάνει ο Άγγελος στη ζωή του -και δυσκολεύτηκε να βρει κάτι να πει.
Εγώ θα αναφερθώ σε ορισμένες μόνο δραστηριότητές του, ξεκινώντας από αυτήν που τελικά μας στέρησε.
Ο Άγγελος ήταν από μικρός ανακατεμένος με τη ροκ σκηνή της εποχής του. Ήταν κεντρική και βαριά φιγούρα της σκηνής, συμμετείχε σε δίσκους και συναυλίες άλλων, και για πολλά χρόνια εργάστηκε ως ηχολήπτης συναυλιών και δίσκων. Μάλιστα η πρώτη φορά που είδα τον Άγγελο (χωρίς να ξέρω ότι είναι αυτός), ήταν σε μια συναυλία στο Ρόδον όπου, υπερβολικά νέοι εμείς τότε, ανοίγαμε για τις Τρύπες, και ο Άγγελος, στην πρόβα για τον ήχο, ήταν η αγριεμένη φωνή από ψηλά που σκέπαζε τα πάντα, όταν το ήθελε.
Όλοι σας νομίζω γνωρίζετε τη φωνή του Άγγελου. Είναι κρίμα που αυτή η φωνή δεν έγινε φωνή τραγουδιστή στο χώρο του ροκ ή των μπλουζ. Για να το πω όπως θα ήθελε ο Άγγελος, δηλαδή με άποψη, στα σαράντα χρόνια που ακούω ροκ μουσική μόνο έναν Έλληνα τραγουδιστή έχω ακούσει  που η φωνή του να μπορεί να συναγωνιστεί αυτή του Άγγελου: τον Ηλία Ζάικο των Blues Wire από τη Θεσσαλονίκη… Θα ήθελα πολύ να έχω τη φωνή του Άγγελου να μου τραγουδά τα επόμενα χρόνια. Αλλά δε συνέβη. Ο Άγγελος δεν έγινε τραγουδιστής, δεν ηχογράφησε τραγούδια.
Τραγούδησε όμως γραπτά: με άλλα λόγια, έκανε μεταφράσεις, μιας και ο μεταφραστής είναι σαν τον τραγουδιστή. Κάνει στα λόγια των άλλων ότι ο τραγουδιστής κάνει στα λόγια και τις συνθέσεις των άλλων: τα αποδίδει στον κόσμο, ερμηνεύοντας και χρωματίζοντας.
Γι αυτή του τη δραστηριότητα θα σας πω μόνο ότι o Άγγελος ήταν εξαιρετικός, αν και όχι συστηματικός, μεταφραστής στίχων και ποιημάτων. Είναι μάλλον ευρέως γνωστό το πόσο δύσκολη εργασία είναι μια μετάφραση. Αλλά μετάφραση ποιημάτων; Εκεί που ο ποιητής προσπαθεί να αποκαλύψει άγνωστες πτυχές του κόσμου, συχνά διαστρέφοντας τους ίδιους τους κανόνες της δικής του γλώσσας; Πώς διαστρέφεις τη δική σου γλώσσα για να αντικατοπτρίσεις τη διαστροφή μιας άλλης; O Άγγελος μπορούσε να το κάνει.
Ας αναφέρω δύο στιγμιότυπα που εμπλέκουν τους δύο γνωστούς Ντύλαν της τέχνης.
Σε κάποιο διήγημα επιστημονικής φαντασίας  που θα μεταφραζόταν και θα δημοσιευόταν στο περιοδικό «9», για το οποίο θα μιλήσουμε σε λίγο, ο συγγραφέας είχε ενσωματώσει το ποίημα του Ντύλαν Τόμας «Do not go gentle into that good night». O μεταφραστής έφερε στον Άγγελο τη μετάφραση του διηγήματος και τις δύο προϋπάρχουσες γνωστές μεταφράσεις του ποιήματος στα Ελληνικά. Ο Άγγελος κοίταξε τις μεταφράσεις, είπε «καλά, εντάξει», ομολογουμένως με κάποια υποτιμητική χροιά στη φωνή του, και μετάφρασε ο ίδιος το ποίημα. Και κατά γενική ομολογία, η μετάφρασή του ήταν πιο πετυχημένη από τις άλλες δύο.
Για τη μετάφραση στίχων, αναζητήστε τους στίχους από το τραγούδι «Άγγελος Εξάγγελος» του Διονύση Σαββόπουλου, και συγκρίνετέ τους με τους στίχους του αυθεντικού τραγουδιού του Μπομπ Ντύλαν, «Τhe Wicked Messenger», υπάρχουν και τα δύο στο Διαδίκτυο: θα διαπιστώσετε ότι οι στίχοι του Άγγελου είναι καλύτεροι, μιας και εδώ η «μετάφραση» του εξηγεί και ερμηνεύει τους στίχους του Ντύλαν, που συχνά ήταν επίτηδες και αχρείαστα κρυπτικοί.
Νομίζω αυτά τα παραδείγματα προσφέρουν μια ισχυρή ένδειξη για το πόσο βαθύς γνώστης της Ελληνικής γλώσσας ήταν ο Άγγελος. Εμείς βέβαια το μάθαμε αυτό με πιο πεζό τρόπο: το μάθαμε όταν μας τα έψελνε για τη συγγραφική μας γλώσσα. Νομίζω πως με τα χρόνια κατανόησα από πού πήγαζε η κριτική του, και πού βοηθούσε: ο Άγγελος έβλεπε τη γλώσσα να γίνεται όλο και πιο κοφτή, σε μια εξελικτική πορεία παράλληλη με αυτή των δυτικών κοινωνιών, κι αυτός προσπαθούσε να διατηρήσει την πλαστικότητά της, το κελάρυσμα που εγγενώς χαρακτηρίζει μια γλώσσα με τόσα πολλά φωνήεντα όσο η Ελληνική.
Η Ελληνική, είναι μια γλώσσα που έχει και πολύ φως. Υποθέτω αρκετοί από εσάς, αν ερωτηθείτε, θα πείτε ότι ο Άγγελος ήταν πλάσμα της νύχτας. Δεν ήταν έτσι. Αγαπούσε τη μοναχικότητα της νύχτας, αυτό είναι σίγουρο. Αλλά λάτρευε μια ηλιόλουστη μέρα, και πολλές φορές πηγαίναμε αυτοκινητάδα τέτοιες μέρες, καταλήγοντας να λιαζόμαστε κάπου μακριά.
Υπό το φως αυτών των παρατηρήσεων, και μιας και δεν έτυχε να τον ρωτήσω ποτέ, δεν είμαι σίγουρος ότι κατανοώ την έλξη που ένιωθε για τα κόμικς -όπου η γλώσσα είναι κοφτή και τα τοπία είναι συνήθως σκοτεινά. Αλλά την ένιωθε. Και αν θέλουμε να μιλήσουμε για το πεδίο στο οποίο ο Άγγελος Μαστοράκης άφησε εμφανές, και σε πλήρη δημόσια θέα, το σημάδι του στη χώρα μας, αυτό είναι το πεδίο των κόμικς.
Για τα κόμικς στην Ελλάδα, υπάρχει η εποχή π.Α.Μ. και η εποχή μ.Α.Μ.: Προ Άγγελου Μαστοράκη. Μετά Άγγελον Μαστοράκη. Φυσικά, κανείς δεν ξεχνά και κανείς δεν υποτιμά όλη την προεργασία που είχε γίνει από τη Βαβέλ και το Παρά Πέντε… αλλά εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι αυτοί ήταν οι προφήτες και οι πρόδρομοι, που απευθύνονταν στους λίγους και αφοσιωμένους πιστούς… μέχρι να εμφανιστεί ο Άγγελος. Τα κόμικς έγιναν βασικό κομμάτι της πολιτιστικής ταυτότητας των νέων απανταχού στην Ελλάδα με το περιοδικό «9», δημιούργημα και βασική ενασχόληση του Άγγελου τα τελευταία χρόνια. Μέσα στο ασταμάτητο τότε άρμα της Ελευθεροτυπίας, το «9» μπήκε σε εκατομμύρια ελληνικά σπίτια (αυξάνοντας αισθητά και τις πωλήσεις της εφημερίδας την ημέρα που κυκλοφορούσε). Και κράτησε αρκετά χρόνια, ώστε να δημιουργήσει δομές, νοοτροπία, μια αυτονόητη οικειότητα με τα κόμικς. Θα ξεχωρίσω ένα δημόσιο μήνυμα του Ηλία Κυριαζή, σχεδιαστή κόμικς που έργα του φιλοξενήθηκαν συχνά στο «9», ο οποίος είχε αναδειχθεί μέσα από τον ετήσιο διαγωνισμό νέων ταλέντων που συνδιοργάνωνε το «9»:
«Δεν θα είχα την καριέρα μου, τους φίλους μου και τη ζωή μου όπως είναι τώρα χωρίς τον Άγγελο Μαστοράκη».
Αλλά εδώ είμαστε στην Αθηναϊκή Λέσχη Επιστημονικής Φαντασίας. Τι πρόσφερε ο Άγγελος Μαστοράκης στην Α.Λ.Ε.Φ.;  Θεωρώ ότι δεν είμαι ο καταλληλότερος να μιλήσω γι αυτό. Θα σας πω λοιπόν μόνο κάτι που φαίνεται, μικρό, παρεπόμενο, άσχετο, επουσιώδες, άχρηστο, αλλά ήταν κάτι που μου έκανε αμέσως εντύπωση όταν πρωτοήρθα στην ΑΛΕΦ : η αυστηρή τυπικότητα στην τήρηση των επίσημων διαδικασιών που κατά νόμο πρέπει να τηρεί ένας σύλλογος. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, κατάλαβα ότι ο Άγγελος είχε καθοριστική συμβολή σε αυτό. Μα θα μου πείτε, συμβολή είναι αυτό; Τι πρόσφερε αυτό; Θα σας πω: βοήθησε την ΑΛΕΦ να αποκτήσει οντότητα πέρα από τα άτομα που την αποτελούν, και βοήθησε τα μέλη της να νιώθουν και να αναγνωρίζουν το αυθύπαρκτο της ΑΛΕΦ. Η Λέσχη, όταν τη γνώρισα, δεν ήταν μια παρέα, πολυπληθής ίσως, αλλά παρέα. Ήταν ένας οργανισμός. Μικρός, αλλά οργανισμός. Μόνο έτσι μπορεί μια τέτοια εθελοντική προσπάθεια να μακροημερεύσει.
Και τι πρόσφερε ο Άγγελος Μαστοράκης στην Επιστημονική Φαντασία στην Ελλάδα;
Καταρχάς, όπως ανέφερα νωρίτερα, τα έψελνε στους νέους Έλληνες συγγραφείς, τους οποίους μετά δημοσίευε στο «9» -και ξαφνικά αυτοί οι νέοι Έλληνες συγγραφείς διαβάζονταν από εκατοντάδες χιλιάδες μάτια. Εκατοντάδες χιλιάδες. Αυτό μπορεί να μην τους έκανε διάσημους και πλούσιους, αλλά για πολλά χρόνια επί πενήντα φορές το χρόνο, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες λάμβαναν ένα ελληνικό ή μεταφρασμένο μήνυμα ότι η Επιστημονική Φαντασία έχει πολλές διαστάσεις, πέραν των διαστημικών γουέστερν που συνήθως έβλεπαν στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο.
Και βέβαια, ο Άγγελος Μαστοράκης ήταν ο εμπνευστής του κινηματογραφικού φεστιβάλ SFF-rated ATHENS, που ήταν και η δραστηριότητα γύρω από την οποία δημιουργήθηκε η στενή μου σχέση μαζί του. Θα σας πω πώς προέκυψε αυτό το φεστιβάλ. Το καλοκαίρι του 2005, η ΑΛΕΦ διοργάνωσε μια μεταμεσονύκτια προβολή στο κινηματογράφο ΤΡΙΑΝΟΝ, με ελληνικές ταινίες μικρού μήκους επιστημονικής φαντασίας και φανταστικού. Την επομένη μέρα, συζητώντας για την εκδήλωση, ο Άγγελος σχολίασε και επέμενε ότι θα ήταν πολύ καλό αν μπορούσε κάτι τέτοιο να επαναλαμβάνεται με κάποια τακτικότητα, ή και να επεκταθεί και σε εκδηλώσεις άλλου τύπου, ώστε να κάνει  την ΑΛΕΦ ευρύτερα γνωστή, και να προσελκύσει νέο κόσμο που υπάρχει εκεί έξω και ενδιαφέρεται για την επιστημονική φαντασία, αλλά δεν ξέρει πώς και πού να διοχετεύσει αυτό του το ενδιαφέρον.
Άλλο που δεν ήθελα, απ’ ό,τι αποδείχθηκε. Λίγους μήνες μετά, στη Γενική Συνέλευση της Λέσχης το 2005, το φεστιβάλ προτάθηκε και εγκρίθηκε ως εβδομάδα προβολής ταινιών μικρού μήκους, και υλοποιήθηκε για πρώτη φορά στον πολυχώρο ΒΙΟS, τον Ιανουάριο του 2006. Έτσι εξασφάλισα ότι ο Άγγελος θα μου τα έψελνε τακτικά και σε ετήσια βάση, αυτή τη φορά για τα κείμενα που έγραφα στο Πρόγραμμα του SFF-rated Athens.
Δεν ξέρω πώς να κλείσω αυτό το κείμενο. Έχασα τον καλύτερο μου φίλο για έναν λόγο που δεν έχει λογική, κι έτσι όλα τα εργαλεία και όλες οι ερμηνευτικές εμμονές που μοιραζόμουν μαζί του δεν έχουν εφαρμογή εδώ για να με βοηθήσουν. Οπότε, ας βάλω απλώς μια τελεία. Άλλωστε, ποτέ μια τελεία δεν εμπόδισε την επόμενή της. Σας ευχαριστώ που με ακούσατε, και νομίζω τώρα μπορούμε να δώσουμε τον λόγo στον ήχο και την εικόνα.
Αλέκος Παπαδόπουλος

(ακολούθησε προβολή φωτογραφιών του Άγγελου από εκδηλώσεις της ΑΛΕΦ, με μουσική υπόκρουση)

Posted in Uncategorized | Με ετικέτα: | Leave a Comment »

Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος – Κεφάλαιο 7ο

Posted by Alecos Papadopoulos στο 6 Φεβρουαρίου, 2011

7ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Η τέχνη στο Βυζάντιο. Η αρχιτεκτονική. Η Αγία Σοφία και οι Άγιοι Απόστολοι. Η βυζαντινή ζωγραφική και οι διάφορες φάσεις της ως τον ΙΒ’ αιώνα.

Οι εικαστικές τέχνες δεν είναι το φόρτε μου. Φυσικά υπάρχουν κάτι Ισπανοί ζωγράφοι που μου φέρνουν ανατριχίλες, κάτι γλύπτες που με ζαλίζουν, και τα αρχιτεκτονικά οικοδομήματα μπορούν πάντα να με εντυπωσιάσουν… αλλά δεν είναι αυτές οι τέχνες και τα έργα του πνεύματος που με παθιάζουν… όχι ότι παθιάζουν τον Π. Κανελλόπουλο, ή τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω. Αυτά που γράφει στο 7ο κεφάλαιο τα πιστεύει, αλλά δείχνει να μην γνωρίζει, και να μην καίγεται να γνωρίσει, το αντικείμενο εις βάθος. Υποψιάζομαι ότι ένας βυζαντινός αρχαιολόγος ή ένας ιστορικός της τέχνης θα σνόμπαρε αυτό το κεφάλαιο. Μην το κάνετε: o συγγραφέας γράφει αφού κοιτάξει με το βλέμμα του λόγου – κι αυτό το βλέμμα γίνεται πολύ αυστηρό και επιλεκτικό όταν δεν κοιτά τον εαυτό του.

Ο Π. Κανελλόπουλος κοίταξε την αρχιτεκτονική του Βυζαντίου και είδε δύο πράγματα: τον τρούλο της Αγίας Σοφίας («ο ήλιος της αυτοκρατορίας»), και τον χαμένο ναό των Αγίων Αποστόλων. Για να φανταστούμε το εξωτερικό του, κοιτάμε τον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, του οποίου αποτέλεσε πρότυπο. Το εσωτερικό του περιγράφεται σε ένα χειρόγραφο του Νικόλαου Μεσαρίτη. Ο συγγραφέας μοιρολογεί την λιποψυχία του Πατριάρχη Γεννάδιου, στον οποίο παραχωρήθηκε ο ναός από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή, γιατί τον εγκατέλειψε με αποτέλεσμα οι Τούρκοι τελικά να τον γκρεμίσουν. Αλλά καταλαβαίνεις ότι ο Π. Κανελλόπουλος δεν οδύρεται για την απώλεια του κτίσματος: στον ναό των Αγίων Αποστόλων ήταν θαμμένοι πλείστοι σπουδαίοι βυζαντινοί αυτοκράτορες, ξεκινώντας από τον Μέγα Κωνσταντίνο –ήταν ο ναός που «πραΰνοντας τις ψυχές των μεγάλων νεκρών, ήταν το χλωμότατα φωτεινό φεγγάρι της αυτοκρατορίας». Ο λυρισμός του συγγραφέα είναι συγκινητικός. Νιώθεις ότι θέλει να γράψει (αλλά δεν το κάνει, στο όνομα της επιστημονικής αξιοπιστίας του έργου του), ότι αν γεωπολιτικά και ιστορικά το Βυζάντιο, κατακτήθηκε τότε που ξέρουμε όλοι, η ψυχή του χάθηκε με την καταστροφή του ναού των Αγίων Αποστόλων. Κι επειδή μια τέτοια μεταφυσική είναι εντελώς παγανιστική, ο Π. Κανελλόπουλος σε αφήνει μόνο να τη διαισθανθείς. Αλλά για το Τρούλο (ένας είναι ο Τρούλος), ο συγγραφέας δεν διστάζει: περιγράφει την αρχιτεκτονική του ιδιαιτερότητα σε σύγκριση με τους προγενέστερους και μεταγενέστερους τρούλους, και ούτε λίγο ούτε πολύ μας λέει ότι είναι όσο κοντύτερα έχει κατορθώσει να φτάσει ο άνθρωπος στην αναπαράσταση του ουρανού επί της γης. Και δεν έχει άδικο.

Για την ζωγραφική όμως, ο Π. Κανελλόπουλος έχει να πει κάτι ακόμη βαρύτερο: «Στο Βυζάντιο αυτονομήθηκε οριστικά και τελεσίδικα η ζωγραφική ως πνευματική δημιουργία. Έγινε αυτόνομη όσο και η δημιουργία του λόγου». Πιο πριν, η ζωγραφική υπηρετούσε την γλυπτική, την αγγειοπλαστική, ήταν περισσότερο μια τέχνη διακόσμησης κάποιου άλλου κατασκευάσματος, κι ακολουθούσε «περισσότερο τον κλασικό νόμο της πλαστικής γραμμής παρά την ρομαντική τάση του χρώματος». Που έχει (το χρώμα) «άπειρο μουσικό βάθος». Για να το πω χυδαία (και ανακριβώς), πριν από το Βυζάντιο δεν υπήρχαν ζωγράφοι, μόνο γραφίστες.

Η αυτονόμηση της ζωγραφικής (ως πεδίο όπου κυριαρχεί το χρώμα) ξεκίνησε από την Αρχαία Ελλάδα, συνεχίστηκε στη Ρώμη, και άφησε ίχνη για να τα βρούμε στα πορτραίτα του Φαγιούμ. Όμως, επειδή «η ζωγραφική, αν και τέχνη που απευθύνεται στην όραση, ζητάει τα αόρατα», γι αυτό «μόνο από τα βάθη του χριστιανικού πόνου και πένθους μπορούσε να προκύψει θριαμβευτικά η ζωγραφική πράξη ως απόλυτα αυτόνομη πνευματική δημιουργία».

Ψηλαφίζοντας την ιστορία της βυζαντινής ζωγραφικής, ο συγγραφέας μας θυμίζει ότι τα διασωθέντα βυζαντινά έργα στο Βυζάντιο προέρχονται από την εποχή μετά την ήττα της Εικονομαχίας, για αυτό και αναζητά –με προσοχή– τα χαρακτηριστικά της παλαιότερης βυζαντινής εικονογραφίας στη Ραβέννα, την πιο βυζαντινή ιταλική πόλη, και γενικότερα στην Ιταλία όπου πολλοί βυζαντινοί κατέφυγαν κατά την περίοδο της Εικονομαχίας και, μη έχοντας τίποτε καλύτερο να κάνουν, ορισμένοι από αυτούς έγιναν Πάπες, αφήνοντας τα βυζαντινά σημάδια στους τοίχους του (μετέπειτα) καθολικών.

Ο συγγραφέας αναφέρει ότι οι Εικονομάχοι βασιλείς στήριξαν και προώθησαν την κοσμική ζωγραφική, αλλά όλως περιέργως μένει σε αυτή και μόνο την παρατήρηση… μια συνέπεια του κενού που δημιούργησε η Εικονομαχία στην θρησκευτική ζωγραφική, ήταν ότι η μεταγενέστερη αναγέννησή της ήταν ένα μοναδικό μίγμα «κλασικού-ελληνιστικού πνεύματος και θρησκευτικού μυστικισμού», με την λεγόμενη «ιερατική» τέχνη (ήτοι μη-ελληνιστική, με άγνοια των κανόνων της κλασικής αισθητικής, αντι-ρεαλιστική και άκομψη, αλλά πηγάζουσα από μια γνήσια καλλιτεχνική βούληση) να αποτελεί ένα σημαντικό παράλληλο ρεύμα που ενίοτε συμπαρέσυρε και την αυτοκρατορική αυλή.

Ο συγγραφέας είναι πιο αναλυτικός και περιγραφικός απ’ ό,τι ίσως σας δίνω να καταλάβετε –αλλά είπαμε: οι εικαστικές τέχνες δεν είναι το φόρτε μου. Το κεφάλαιο σταματά στον 13ο αιώνα, διότι πρέπει κάποτε να επιστρέψουμε και στη Δύση –που θυμίζω, την έχουμε αφήσει 700 χρόνια πίσω, στον 6ο αιώνα.

Posted in Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος | Leave a Comment »

Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος – Κεφάλαιο 6ο

Posted by Alecos Papadopoulos στο 10 Ιουλίου, 2010

6ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Εγκυκλοπαιδική σοφία, ιστοριογραφία και στιχοποιία από τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο ως τις αρχές του ΙΔ΄ αιώνα: Μιχαήλ  Ψελλός, Άννα Κομνηνή, Πτωχοπρόδρομος, Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, αδελφοί Χωνιάται, Νικηφόρος Βλεμμύδης, Γεώργιος Ακροπολίτης, Θεόδωρος Μετοχίτης, Παχυμέρης και άλλοι.

Ο Π. Κανελλόπουλος συγκεντρώνει σε ένα κεφάλαιο πάνω από 400 χρόνια της πνευματικής πορείας του Βυζαντίου, εκ των οποίων τα πρώτα 300 αποτελούν για πολλούς και την κορύφωση της ιστορικής πορείας της αυτοκρατορίας. Αναρωτιέμαι γιατί, αλλά δεν μπορώ πια να ρωτήσω τον συγγραφέα, οπότε παίρνω βαθειά ανάσα και βγαίνω να μουσκέψω στην βροχή των ονομάτων: o αυτοκράτορας-λόγιος Κωνσταντίνος ο  Πορφυρογέννητος (πρώτο μισό 10ου αι.), που συνέχισε στα βήματα του πατριάρχη Φώτιου αποθησαυρίζοντας την παρελθούσα γνώση αλλά και συγγράφοντας ο ίδιος έργα διοικητικής τέχνης και διεθνούς πολιτικής της εποχής, ο ποιητής Ιωάννης Κυριώτης ο «Γεωμέτρης», όπου ο συγγραφέας βρίσκει και πάλι την ευκαιρία να μας πει πόσο έλειψε η ποίηση από το Βυζάντιο, το οποίο «δεν ξέφυγε από τον  υπερβολικά δεσμευτικό γλωσσικό και διανοητικό συντηρητισμό του»… αναρωτιέμαι γιατί επανέρχεται συνεχώς στο θέμα. Δεν το κάνει χαιρέκακα, ούτε με σνομπισμό, δεν εκφράζει κάποια «δυτικόφιλη» στάση μέσα από αυτή την κριτική…

Ονομάτων συνέχεια: Λέων ο Διάκονος,  που ξαναφέρνει την ιστοριογραφία στο προσκήνιο (η οποία είχε υποκατασταθεί για αιώνες από την χρονογραφία) παραδίδοντας τα ιστορικά πορτραίτα των Νικηφόρου Φωκά και Τσιμισκή… Kαι φτάνουμε στον άλλο πολιτικο-πνευματικό σούπερ σταρ του Βυζαντίου: τον Μιχαήλ Ψελλό. Ο άνθρωπος που κυριάρχησε στην πνευματική ζωή του Βυζαντίου τον 11ο αι., υπερόπτης, εγωκεντρικός, ευρυμαθής, σημαντικός πολιτικός παράγων υπό εννέα αυτοκράτορες και ταυτόχρονα, ίσως το ευφυέστερο πνεύμα του Βυζαντίου, άφησε δύο τουλάχιστον παρακαταθήκες: την έναρξη της μοντέρνας ιστορικής βιογραφίας (έχει χαρακτηρισθεί «ζωγράφος πορτραίτων και ιστορικών εικόνων»), και την καθαρεύουσα: Η γλώσσα που επέλεξε ο Ψελλός για να γράψει δεν ήταν η γλώσσα που προήλθε από τον Πολύβιο και την Καινή Διαθήκη και οδήγησε στη σημερινή νεοελληνική γλώσσα, αλλά η γλώσσα των πατέρων της εκκλησίας, που ξεκίνησε από την αττική διάλεκτο και προσαρμόστηκε στον θεολογικό τους οίστρο: αυτή η γλώσσα οδήγησε στην γνωστή σε εμάς ως «καθαρεύουσα», και στο γλωσσικό σχίσμα που όπως όλα τα γλωσσικά σχίσματα ανά τον κόσμο, προκάλεσε κοινωνικό σχίσμα, διώξεις, ταραχές, θανάτους, και έκλεισε οριστικά μόνο με την μεταπολίτευση. Και ο Ψελλός βοήθησε σο σχίσμα γιατί «έδωσε ένα  προσωπικό ύφος, δροσερό, σαφέστατο και αρμονικό στον γραπτό λόγο που η παράδοση των  πατριαρχείων  τον είχε κάμει βαρύ, στεγνό και στρυφνό… εξασφάλισε μια νέα ζωντανή χάρη στη γλώσσα που δεν μιλιόταν…κράτησε έτσι (και ως τα σήμερα) πολλά ζωντανά πνεύματα έξω και μακριά από τη ζωή του λαού». Τον γνωρίζω τον Ψελλό: μου τον έχει εντυπώσει ανεξίτηλα ο Γιάννης Πάνου με το κεφάλαιο «Ο Φιλόσοφος» στο εξαιρετικό του μυθιστόρημα «Ιστορία των Μεταμορφώσεων».

Αλλάζουμε αιώνα και φύλο: στον 12ο αι., η Άννα Κομνηνή, αφού δεν τα κατάφερε στις πολιτικές μηχανορραφίες, κλείστηκε σε μοναστήρι και έγραψε την «Αλεξιάδα», έργο δοξολογικό των όποιων συγγενών της συμπαθούσε αλλά ταυτόχρονα μνημείο λόγου και ιστοριογραφίας. Οι δυναστεία των Κομνηνών είχε και άλλους γραμματιζούμενους: τον Ισαάκ Κομνηνό, που διερεύνησε με φιλολογική ματιά τις μεταμορφώσεις των ομηρικών επών στους αιώνες του Χριστιανισμού, και τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό που έγραφε θεολογικές διατριβές και πολεμούσε, κι όταν ηττάτο έγραφε για την ήττα του. Την περίοδο όμως αυτή, «εγκαινιάσθηκε στην  τέχνη του στίχου ο πτωχοπροδρομισμός» –κι ο Π. Κανελλόπουλος δεν αντέχει άλλο και ξεσπαθώνει: «η ποίηση, έπεσε, στις μέρες του Μανουήλ, σ’ ένα επίπεδο που ήταν χαρακτηριστικό για το Βυζάντιο… αν και δεν ανέβηκε  ποτέ ψηλά για να μπορούμε να πούμε ότι ‘έπεσε’… έπεσε στο επίπεδο της ανυπαρξίας, της κακομοιριάς και της ζητιανιάς… η ποίηση του Θεόδωρου Πρόδρομου (Πτωχοπρόδρομου) ήταν λογοτεχνικά ασήμαντη, πνευματικά και ηθικά φτωχή. Ήταν η ποίηση που ζητιάνευε προσοχή, προστασία, εύνοια, έστω κι ένα βλέμμα ελέους». Φαρμάκι στάζει… και το κάνει με καημό. Θα ήθελε το Βυζάντιο να ήταν ο ηγέτης στην εξέλιξη του ευρωπαϊκού πνεύματος –αν και στην περίπτωση αυτή θα ήταν ένα άλλο Βυζάντιο… να  μια ενδιαφέρουσα ιδέα για μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας.

Κι άλλοι ιστοριογράφοι, πολλοί ιστοριογράφοι – συχνά δείγμα υφέρπουσας παρακμής: Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, και οι αδερφοί Χωνιάτες –ο ένας, ο Μανουήλ, «δεινός επιστολογράφος» και μητροπολίτης, που αναγκάστηκε να παραδώσει την πόλη των Αθηνών στους Λατίνους και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του θρηνώντας γι αυτό, ο άλλος, ο Νικήτας, ιστορικός που περιέγραψε και θρήνησε με τη σειρά του την πρώτη πτώση της Βασιλεύουσας, το 1204. Για αρκετούς, το Βυζάντιο ως αυτοκρατορία τελειώνει εδώ. Στους δύο αιώνες από την επανάκτηση της Πόλης μέχρι το 1453, το Βυζάντιο θα έχει το όνομα αλλά όχι πια την χάρη, θα είναι επί της ουσίας ένα ακόμη κράτος… αλλά πλέον  η πνευματική μηχανή έχει πάρει μπροστά και δεν σταματά: στην αυτοκρατορία της Νίκαιας, που κράτησε το όνομα του Βυζαντίου ζωντανό και επανέκτησε την Κωνσταντινούπολη το 1261, έζησε και έγραψε ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, «σπουδαίος θεολόγος αλλά και καθολικό εγκυκλοπαιδικό πνεύμα», ο οποίος μας πρόσφερε έναν ακόμη πεδίο για να αντιπαραβάλλουμε την πνευματική εξέλιξη στο Βυζάντιο και στη Δύση: ο Βλεμμύδης έγραψε έργο αντίστοιχο του «Ηγεμόνα» του Νικολό Μακιαβέλι. Μόνο που ο Βασιλέας του Βλεμμύδη είναι μια εξιδανικευμένη ηθική επιταγή, ο ηγεμόνας όπως θα έπρεπε να είναι, και όχι όπως χρειάζεται να είναι, που είναι και ό,τι κάνει το έργο του Μακιαβέλι πολύτιμο (και μας δίνει και ένα μέτρο για να δούμε ποια πράγματα αλλάζουν και ποια όχι με την  πάροδο των αιώνων στις ανθρώπινες κοινωνίες και σχέσεις). Με τον επίσημο δε ιστορικό της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, Γεώργιος Ακροπολίτη,  ο οποίος τέθηκε επικεφαλής του Πανεπιστημίου της Πόλης μετά το 1261  διδάσκοντας μέσα στην Αγία Σοφία μαθηματικά και, περιέργως, Αριστοτέλη, ο συγγραφέας αποκαλύπτει ένα ακόμη συμβολικό δίπολο μεταξύ Βυζαντίου και Δύσης: οι Βυζαντινοί ψήφιζαν Πλάτωνα. Οι Δυτικοί, Αριστοτέλη δαγκωτό.

Αυτή την εποχή γράφονται δύο γνωστές έμμετρες μυθιστορίες, «Βέθανδρος και Χρυσάντζα», «Καλλίμαχος και Χρυσορρόη», οι οποίες όντας γραμμένες και σε δεκαπεντασύλλαβο, αποτελούν κομβικά σημεία για την ανάδυση της «κοινής νεοελληνικής». Αλλά η μορφή που ξεχωρίζει είναι ο Θεόδωρος Μετοχίτης, πολυγραφότατος  και ταυτόχρονα «υπεύθυνος για την πορεία των κρατικών  υποθέσεων» επί μισόν αιώνα. Από το έργο του ο συγγραφέας ξεχωρίζει την πολιτική του σκέψη, όπου βρίσκει τα σπέρματα της «συνταγματικής μοναρχίας».

Ο συγγραφέας θα κλείσει το κεφάλαιο με τον Γεώργιο Παχυμέρη, ιστορικό, και μετά θα σταματήσει σχετικά απότομα, στις αρχές του 14ου αι., μιας και κάπου εδώ σταματά η εν πολλοίς ανεξάρτητη πορεία του πνεύματος σε Βυζάντιο και Δύση, και αρχίζουν οι πυκνές πολιτιστικές ανταλλαγές. Μας λέει ότι πρέπει να στραφεί ξανά στη Δύση (που θυμίζω την έχουμε αφήσει στον 6ο αι.) για να επιστρέψει μετά και να ολοκληρώσει την αναφορά του στο Βυζάντιο… αλλά πρώτα, μας περιμένει μία έκπληξη: ένα κεφάλαιο για το «θαύμα της Βυζαντινής Τέχνης»… και συνειδητοποιώ πόσο παθιασμένος είναι ο συγγραφέας με το έργο του, μιας και τόσες και τόσες σελίδες έχω διαβάσει και δεν σκέφτηκα ότι σιωπούσε για ο,τιδήποτε πνευματικό πλην του λόγου (με ολίγη από μουσική). Μέχρι τώρα.

7ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Η τέχνη στο Βυζάντιο. Η αρχιτεκτονική. Η Αγία Σοφία και οι Άγιοι Απόστολοι. Η βυζαντινή ζωγραφική και οι διάφορες φάσεις της ως τον ΙΒ’ αιώνα.

Posted in Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος | 1 Comment »

Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος – Kεφάλαιο 5o

Posted by Alecos Papadopoulos στο 1 Ιουλίου, 2010

5ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Φώτιος και Αρέθας: Αναγέννηση χωρίς ποίηση. Η απόμερη μορφή και η ποίηση  του Συμεών του Νέου Θεολόγου. Το έπος «Διγενής Ακρίτας».

Πέφτουμε στα σκληρά. Το Βυζάντιο έχει ήδη μισή χιλιετηρίδα ζωής, και είναι πια εντελώς βυζαντινό. Υποθέτω ότι αρκετοί απωθούνται από το Βυζάντιο χωρίς να πολύ-καταλαβαίνουν το γιατί. Θα σας πω εγώ: γιατί είναι υπερβολικά κατανυκτικό για τις σημερινές νοοτροπίες απέναντι στη θρησκεία, γιατί στο Βυζάντιο η θρησκευτικότητα είναι βαριά σε πνευματικό και ηθικό επίπεδο, ενώ στη Δύση την έχουμε μάθει να είναι μια κοσμική εξουσία όπως όλες οι υπόλοιπες –πανίσχυρη, υποκριτική, και άρα γοητευτική. Αν λοιπόν έτσι νομίζετε, ιδού ένας από τους σούπερ-σταρ του Βυζαντίου, ο Φώτιος, ο οποίος μέσα σε μία εβδομάδα έγινε από λαϊκός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως – διανοούμενος ήταν ο άνθρωπος, όχι παπάς. Ορίστε η κατανυκτικότητα που λέγαμε.

Ο Φώτιος λοιπόν διέπρεπε ως καθηγητής στο αναγεννημένο Πανεπιστήμιο της Πόλης, όπου δίδαξε μεταξύ άλλων τον Κύριλλο (τον του Μεθόδιου αδερφό), τον μελλοντικό αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ (τον Σοφό) που απομάκρυνε τον Φώτιο από το πατριαρχικό θρόνο, και τον Νικόλαο Μυστικό, όπου συνέγραψε τη «Βιβλιοθήκη», έργο σχολιαστικό πολλών αρχαίων έργων των οποίων την ύπαρξη δεν θα γνωρίζαμε αν δεν τα σχολίαζε αυτός, και αποθησαύρισε εκφραστικά τους Αρχαίους. Έγινε απρόθυμα Πατριάρχης(…), αλλά με το που έγινε, ήταν ο πρώτος που έδωσε δογματική διάσταση στο σταδιακά και για πολιτικούς λόγους εμφανιζόμενο χριστιανικό σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης (διασφαλίζοντας έτσι ότι κάποτε το σχίσμα θα γινόταν οριστικό, δεδομένου ότι η πολιτική αλλάζει, το δόγμα ποτέ), μιας και αυτός ήταν που εξαπέλυσε την καταγγελία για το αιρετικό του “filioque”: φυσικά σας είναι αδύνατον να καταλάβετε πόσο σημαντικό είναι το από πού εκπορεύεται το Άγιο Πνεύμα, και πως αν εκπορεύεται και από τον Υιό, τότε εμμέσως ο Υιός διαχωρίζεται από τον Πατέρα… ενώ είναι προφανές ότι αν εκπορεύεται μόνο από τον Πατέρα, τότε δεν εκπορεύεται από τον Υιό, και αν υπάρχει αυτή η διαφορά μεταξύ Υιού και Πατέρα, μάλλον διαχωρίζονται… διακρίνονται. Τα θεολογικά επιχειρήματα είναι ψώνιο.

Ως Πατριάρχης, ο Φώτιος φρόντισε να ημι-αποκηρύξει το αρχαίο πνεύμα που τόσο τον είχε γοητεύσει στην πνευματική του πορεία, τονίζοντας την εργαλειακή του αξία παρά την ουσία του… η κατανυκτικότητα που λέγαμε. Όμως τόσο αυτός, όσο και ο μαθητής του Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας Αρέθας, «έδωσαν το σύνθημα της αιώνιας επιστροφής στους αρχαίους Έλληνες», εγκαινιάζοντας την Αναγέννηση στην Ανατολή, σχεδόν ταυτόχρονα με την της Δύσης (πάλι το zeitgeist μου κάνει κόλπα συγχρονικότητας εδώ).

Μόνο που εδώ ακριβώς ο Π.  Κανελλόπουλος ανιχνεύει τη μοιραία για το Βυζαντινό πνεύμα ένδεια: γράφει «Μπορεί, όμως, η  Αναγέννηση να ‘ναι ολοκληρωμένη, αν είναι μόνο και μόνο φαινόμενο επιστροφής;… τη στροφή προς το μέλλον μόνο η φωνή μεγάλων ποιητών ή και μεγάλων φιλοσόφων μπορεί να προκαλέσει». Και το Βυζάντιο «γέννησε πολλά ισχυρά πνεύματα, καλούς ιστορικούς, σπουδαίους θεολόγους, φαινόμενα διανοητικής ρώμης»… αλλά όχι μεγάλους ποιητές, όχι μεγάλους φιλοσόφους. Τώρα ξέρω τι σκέφτεστε: μα τι έχει πάθει με τους ποιητές; H ποίηση είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση, και μια πολύ ιδιωτική ανάγνωση, τι σχέση μπορεί να έχει με τη μορφοποίηση του πνεύματος μιας εποχής και μιας αυτοκρατορίας… Θυμηθείτε ποια είναι η εποχή: δεν υπάρχουν τηλεπικοινωνίες, δεν  υπάρχει η τυπογραφία, η τηλεόραση, το ραδιόφωνο: τα ερεθίσματα που δέχονταν οι άνθρωποι της εποχής πήγαζαν σχεδόν αποκλειστικά από το άμεσο περιβάλλον τους… σ’ ένα τέτοιο κόσμο, σχεδόν παρθένο από δημιουργήματα που προέρχονται από το πνεύμα άλλων ανθρώπων, ανεικονικό σε σύγκριση με το σήμερα, η ποίηση ασκεί μια εντελώς διαφορετική λειτουργία: μεταδίδεται σχετικά εύκολα δια του προφορικού λόγου, συμπυκνώνει και εντυπώνεται, εμπνέει, συσπειρώνει…

Οι λίγες Βυζαντινές ποιητικές φωνές έμειναν «στη μυστική μοναξιά τους, στην  εσωτέραν έρημον». Ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος είναι μία από αυτές. Απαρνήθηκε την πλούσια οικογενειακή κληρονομιά και την προοπτική μιας κοσμικής εκπαίδευσης που θα τον  οδηγούσε στο  αυτοκρατορικό παλάτι, και έγινε μοναχός στη θρυλική μονή Στουδίου, όπου όμως αντιμετώπισε τον «ζηλιάρη ηγούμενο του Στουδίου και τον όχλο των φθονερών μοναχών» -μια εξαιρετικά κομψή διατύπωση του Π. Κανελλόπουλου για να περιγράψει το ασταμάτητο ξεκατίνιασμα που χαρακτηρίζει σχεδόν όλες τις μονές ανά τον κόσμο. Είχε κι άλλες  τέτοιες περιπέτειες στον μοναχικό του βίο, στη διάρκεια του οποίου έγραψε ποίηση στα πλαίσια του χριστιανικού μυστικισμού, μη-λόγια, μη-αττικίζουσα, και για αυτό, κατά τον συγγραφέα,  αγνοηθείσα από την εποχή του, αλλά και από αρκετούς μεταγενέστερους μελετητές του Βυζαντίου, με τη βοήθεια και του ίδιου του Συμεών που αναζητούσε την απομόνωση. Έτσι αν κάτι που ήταν ποιητικό έφτασε στα αυτιά του λαού, του «ανώνυμου ακροατή», ήταν το επικό ποίημα.

Με το έπος «Διγενής Ακρίτας», έγινε «προσπάθεια να δοθεί το βαθύτερο ιστορικό νόημα του Βυζαντίου, που δεν φρόντισαν να το συλλάβουν και να το εκφράσουν οι λόγιοι, οι κάτοχοι της εκκλησιαστικής ή κοσμικής σοφίας, που ζούσαν και έγραφαν στην Κωνσταντινούπολη». Προσπάθεια, διότι από πλευράς αισθητικής, το έργο, ανωνύμου, δεν  φτάνει την αξία των ηρωικών επών της Δύσης… ίσως γιατί ο ήρωας του έπους δεν είναι ένας θαυμαστός πολεμιστής αλλά φύλακας «της ηρεμίας, της τάξης, της ειρήνης ως αγαθό ανθρώπινο, όχι ως φυλετικό ή κρατικό ιδανικό». Δεν μισεί τον εαυτό του επειδή είναι διγενής (φυλετικά και θρησκευτικά), αλλά δείχνει ανεκτικότητα. Και αυτά σε μια εποχή που δεν πολυ-ανεχόταν την ανεκτικότητα. Ο Διγενής δεν είναι, στην πραγματικότητα, ήρωας, μιας και δεν ενσαρκώνει ένα οραματικό σχέδιο μιας ζωής χαρισάμενης που συνεπαίρνει με την απατηλή του απλότητα, αλλά διάγει μια σύνθετη, θολή, ασύμμετρη ζωή η οποία με κάποιο τρόπο επιμένει, αμφισβητώντας στην πράξη τα κριτήρια με τα οποία αξιολογούμε τέτοιες προοπτικές: αν η ζωή πάει κουτσαίνοντας επί εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, για ποιο λόγο να μην υποθέσουμε ότι τα καταφέρνει επί εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, ακριβώς επειδή είναι κουτσή;

6ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Εγκυκλοπαιδική σοφία, ιστοριογραφία και στιχοποιία από τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο ως τις αρχές του ΙΔ΄ αιώνα: Μιχαήλ  Ψελλός, Άννα Κομνηνή, Πτωχοπρόδρομος, Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, αδελφοί Χωνιάται, Νικηφόρος Βλεμμύδης, Γεώργιος Ακροπολίτης, Θεόδωρος Μετοχίτης, Παχυμέρης και άλλοι.

Posted in Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος | Leave a Comment »

Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος – Κεφάλαιο 4ο

Posted by Alecos Papadopoulos στο 23 Ιουνίου, 2010

4ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Το Βυζάντιο από τον Ζ’ ως τον Θ’ αιώνα. Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Εικονομάχοι και εικονολάτρες. Θεοφάνης ο Ομολογητής.

Σ’ αυτό το κεφάλαιο κλείνουν οι προηγούμενοι ανοιχτοί λογαριασμοί: η κύρια συνεισφορά του Βυζαντίου στο ευρωπαϊκό πνεύμα ήταν ότι προστάτευσε τον γεωπολιτικό του χώρο από την εξάπλωση των Αράβων, επιτρέποντάς του να εξελιχθεί όπως εξελίχθηκε. Ο Π. Κανελλόπουλος δεν υποτιμά τον Αραβικό πολιτισμό, ούτε αποκαλύπτει κάποια απέχθεια προς τον μωαμεθανισμό: απλώς δηλώνει ότι η Ευρώπη θα ήταν κάτι ριζικά διαφορετικό αν οι Άραβες είχαν κατορθώσει να εισβάλλουν σε αυτήν από τα νοτιοανατολικά της σύνορα –μάλιστα θεωρεί, όπως και αρκετοί ιστορικοί, πιο σημαντική την αντίσταση του Βυζαντίου από τη Μάχη του Πουατιέ όπου ο Κάρολος Μαρτέλ σταμάτησε τους Άραβες από το να προχωρήσουν βορειότερα από την Ιβηρική χερσόνησο, την ίδια  περίπου περίοδο. Αυτό ήταν λοιπόν: το Βυζάντιο στάθηκε ο Ακρίτας της Ευρώπης.

Αλλά και η πνευματική σιωπή στο Βυζάντιο εξηγείται: ήταν η περίοδος της Εικονομαχίας. Ανεβάζω στροφές: πάντα συμπαθούσα τους εικονομάχους, επί της αρχής. Ο συγγραφέας μας θυμίζει ότι η Εικονομαχία ήταν αυτή που ήταν διότι είχε την αυτοκρατορική υποστήριξη. Συνθέτει δυο ερμηνευτικές για την Εικονομαχία, του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου που βλέπει σε αυτήν μια προσπάθεια να μην υποδουλωθεί πνευματικά το Βυζάντιο στον κλήρο και στην γεμάτη προλήψεις αμάθεια που εξαπλωνόταν με ειδεχθή σημάδια ειδωλολατρίας από τους ανθρώπους της εκκλησίας. Αλλά και του Φραντς Νταίλγκερ (ναζί ο τύπος, αλλά καλός επιστήμων), που διακρίνει στην Εικονομαχία επιρροές από την «σκοτεινή» Ασία όπου επικρατεί «το  απόλυτο χάσμα ανάμεσα στην ανθρώπινη όραση και στο πρόσωπο του Θεού». Ο συγγραφέας υπονοεί ότι πολλά έργα του πνεύματος της περιόδου καταστράφηκαν από τους εικονολάτρες, όταν τελικά επεκράτησαν στην επική αυτή διαμάχη που ξεπέρασε τον αιώνα. Κατανοεί τους εικονομάχους, αλλά και πάλι συντάσσεται με το φως, με τη διάκριση: στη Ευρώπη, τον Θεό τον διακρίνουμε. Βλέπω δύο μάτια, μία μύτη, δύο αυτιά… Κατά τον συγγραφέα, αν η δυτική Ευρώπη δεν γνώρισε την εικονομαχία, αυτό οφείλεται στον Πάπα Γρηγόριο Α’ (τον Μέγα) ο οποίος καταφέρθηκε έγκαιρα και αυστηρά ενάντια τόσο στην εξάλειψη των εικόνων όσο και στην παγανιστική λατρεία τους. Πολύ ισορροπημένο, ιδανικό, «έμπλεο μέτρου» δεν ακούγεται αυτό;

Συμφωνώ με την ανάλυση και με την άποψη ότι ο ανεικονισμός δεν ταιριάζει στο ευρωπαϊκό πνεύμα –πώς αλλιώς θα οδηγούμαστε στη σημερινή Κοινωνία του Θεάματος, τον Γκυ Ντεμπόρ μου μέσα; Αλλά εξακολουθώ να είμαι με τους εικονομάχους,  αν και τα παράθυρα και τα έπιπλα του σπιτιού μου είναι φτιαγμένα από τίμιο ξύλο (τα δικά σας είναι από άτιμο), και φυσικά δεν παραλείπω να αφήνω χρυσά ρολόγια αλλά και γερμανικά ομόλογα σε όλες τις θαυματουργές, κλαίουσες, ρουθουνίζουσες και αφρίζουσες ιερές εικόνες του χριστιανισμού.

Μια πνευματική φιγούρα που ξεχωρίζει την  περίοδο αυτή είναι ο Μάξιμος ο Ομολογητής που επηρέασε σημαντικά την εξέλιξη της θεολογικής σκέψης. Κατά τα άλλα, κάτι ποιητές, λίγα χρονικά, τίποτε το εντυπωσιακό –εκτός βέβαια από τον Ακάθιστο Ύμνο, και ιδιαίτερα το αβέβαιου συνθέτη επιγραμματικό κοντάκιο «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα Νικητήρια», το οποίο μας έχει συντροφεύσει μέχρι τις μέρες μας (π.χ. το ακούτε χωρίς να το ξέρετε στη Συννεφιασμένη Κυριακή του Β. Τσιτσάνη). Να και ο άλλος μεγάλος υμνογράφος, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, από τον οποίο έχουμε τους ύμνους του  Πάσχα, αλλά και το πρώτο βυζαντινό αφήγημα –«μυθιστόρημα» υπό κάποιαν έννοια–, το «Βαρλαάμ και Ιωάσαφ», προσαρμογή στα ελληνικά του ινδικού βουδιστικού  πρωτοτύπου. Κλείνοντας το κεφάλαιο, ο συγγραφέας τονίζει τη συνεισφορά του Θεοφάνη του Ομολογητή, διότι αν και χρονογράφος, «εγγίζει -με τα κριτήρια που χρησιμοποιεί στην επιλογή του υλικού του- τα όρια της γνήσιας ιστοριογραφίας».

Στις πρώτες  εκδόσεις του έργου του Π. Κανελλόπουλου, η αναφορά στο Βυζάντιο ήταν πολύ μικρή. Αλλά στην έκδοση του 1966, η αναφορά πολλαπλασιάστηκε (επί 26), ίσως γιατί ο συγγραφέας ένιωσε ότι, αν άφησε δικαιολογημένα εκτός την αρχαία Ελλάδα, έπρεπε να καταγράψει, έστω και αντιστικτικά, τις περιπέτειες του πνεύματος στην μακροβιότερη αυτοκρατορία του κόσμου. Κι έχουμε δρόμο ακόμη μέχρι να καταλήξουμε στην Κόκκινη Μηλιά.

5ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Φώτιος και Αρέθας: Αναγέννηση χωρίς ποίηση. Η απόμερη μορφή και η ποίηση  του Συμεών του Νέου Θεολόγου. Το έπος «Διγενής Ακρίτας».

Posted in Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος | 1 Comment »

Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος – Κεφάλαιο 3ο

Posted by Alecos Papadopoulos στο 20 Ιουνίου, 2010

3ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Ο ελληνικός λόγος τον ς΄αιώνα. Αντινομίες στην αφετηρία του βυζαντινού πνεύματος. Ο Προκόπιος, ο Ρωμανός ο Μελωδός και άλλοι. Οι Χρονογράφοι.

Ο συγγραφέας ξεκινά θαυμάζοντας το Corpus Iuris Civilis, το μέγα νομικό έργο της εποχής του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, όπου με τη φροντίδα του «έξοχου νομοδιδάσκαλου» Τριβωνιανού συγκεντρώθηκαν και έλαβαν αυτοκρατορική ισχύ οι «Εισηγήσεις» (βασικές έννοιες και αρχές του Δικαίου), ο «Κώδικας» (προϋπάρχοντα πολιτειακά θεσπίσματα) και οι «Πανδέκτες» (νομολογία) –για πρώτη φορά έχουμε τέτοια εκτεταμένη κωδικοποίηση της νομοθεσίας, που σε μεγάλο βαθμό πηγάζει από τους Ρωμαίους, και η οποία είναι παρούσα ακόμη και σήμερα στα νομικά συστήματα της Ευρώπης (και της Λουιζιάνας). Υποψιάζομαι πάντως ότι δεν το κάνει τόσο για να εκθειάσει το «καταπληκτικό ένστικτο δικαίου των Ρωμαίων», όσο για να μας πει ότι το τέταρτο μέρος του έργου, οι «Νεαρές» (οι νέοι νόμοι), ήταν γραμμένες στα ελληνικά (ενώ τα τρία πρώτα μέρη στα λατινικά) –άρα αυτό το των Ρωμαίων χρειαζόταν και την «ανώτερη διαλεκτική των Ελλήνων», ειδικά στους Πανδέκτες, στη νομολογία, εκεί που ένας νομικός καλείται να συνθέσει, να ιεραρχήσει, να αντιπαραβάλλει νόμους και να καταλήξει σε γνώμη ανά περίπτωση που σταδιακά αποκτά την ισχύ νόμου. Η έκδοση των Νεαρών στην ελληνική γλώσσα, σήμαινε ότι το κράτος είχε γίνει ελληνικό.

Ο ιστορικός Προκόπιος, που παίρνει το χάλκινο μετά τον Θουκυδίδη και τον Πολύβιο, ήταν  αυτός που ιστόρησε την εποχή του Ιουστινιανού, ξεκινώντας ταυτόχρονα την νέα παράδοση της ιστοριογραφίας, την οποία ο συγγραφέας ορθά χαρακτηρίζει  «μιαν από τις σημαντικές μορφές της πνευματικής δημιουργίας», θυμίζοντας ότι το Παρελθόν υπήρξε, αλλά η Ιστορία δημιουργείται και αναδημιουργείται συνεχώς: το Χθες δεν ήρθε ακόμη. Αυτό, το έκανε το Βυζάντιο.

Αλλά ταυτόχρονα, απέστρεψε το πρόσωπό του από δύο άλλα θεμελιώδη πεδία, κάτι που το εξόρισε αποφασιστικά από τον κύκλο των τροφών του ευρωπαϊκού πνεύματος: τη φιλοσοφία και τον ποιητικό λόγο.

Ο Ιουστινιανός κήδεψε την αρχαιοελληνική φιλοσοφία κλείνοντας οριστικά το 529 την Ακαδημία του Πλάτωνα. Ο συγγραφέας θρηνεί: «οι τελευταίοι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι… ζήτησαν καταφύγιο στον βασιλιά των Περσών. Όταν απογοητεύθηκαν και από τον Χοσρόη, πήγαν στην έρημο και ο λόγος τους χάθηκε πια, όπως χάθηκαν και τα ίχνη των βημάτων τους μες στην απέραντη έρημο»… Αυτός ήταν ο τελευταίος κρίκος στην αδιάσπαστη ανθρώπινη αλυσίδα της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας.

Οι ιδέες επανήλθαν, αυτό είναι το προνόμιό τους. Επανήλθαν στη Δύση μέσω λατινικών μεταφράσεων των αραβικών μεταφράσεων των αρχαίων που είχαν κάνει οι Άραβες.  Αλλά το Βυζάντιο αρνήθηκε τη φιλοσοφία –ίσως ένιωθε ότι, αν η ελληνική γλώσσα ήταν ένα ισχυρό εργαλείο, η φιλοσοφία ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη παρουσία όταν ακόμη η νέα θρησκεία καταστάλαζε θέλοντας να επιβάλλει τον δικό της οφθαλμό για το πώς θα έβλεπαν οι άνθρωποι τον κόσμο. Με άλλα λόγια, υπέταξε τη φιλοσοφία στη θεολογία.

Όμως, αυτοί οι Τελευταίοι, να πεθαίνουν ένας-ένας σε κρύπτες στην έρημο γνωρίζοντας ότι είναι οι τελευταίοι, φορείς και δέσμιοι μιας πνευματικότητας που δεν συμπάθησε ποτέ τον παρηγορητικό λόγο, πνευματικά μόνοι, ψυχικά αδύναμοι, κοινωνικά ηττημένοι… δεν έγινε έτσι στην πραγματικότητα –οι φυγάδες της Ακαδημίας επέστρεψαν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και έσβησαν στην Αλεξάνδρεια, γράφοντας ακατάπαυστα σε παπύρους ό,τι ο Χριστιανισμός έσβηνε από την ζωή γύρω τους… αλλά η σκηνή στην έρημο είναι πιο εντυπωσιακή για σενάριο ταινίας.

Το Βυζάντιο έχασε και την Ποίηση –διότι οι πνευματικοί του άνθρωποι «παραμέρισαν υπεροπτικά την ‘κοινή’ διάλεκτο των  Ευαγγελίων, θεώρησαν  κατώτερη από τον εαυτό τους και αυτή την  ‘κοινή’ του Πολύβιου και προσπάθησαν να δώσουν στα διανοήματά τους τα αρχαιοπρεπέστερα γλωσσικά ενδύματα». Έτσι όμως δεν γράφεις σπουδαία ποίηση –η ποίηση δεν είναι για δημόσιες τελετές, η ποίηση είναι για τις εντελώς προσωπικές, εξομολογητικές, εφιαλτικές στιγμές, στις οποίες κανένας άνθρωπος δεν μιλά  κάποια γλώσσα που διδάχτηκε ή σκέφτηκε – όλοι οι άνθρωποι μιλάνε τότε στη γλώσσα που τους συντροφεύει στην επικοινωνία τους, όχι στα πνευματικά τους κατασκευάσματα.

Ο συγγραφέας μετά περνά στη μουσική, και στον Ρωμανό τον Μελωδό, για τον οποίο δηλώνει απερίφραστα ότι ήταν «η  πρώτη μεγάλη, χωρίς άλλο η μεγαλύτερη, φωνή υμνογράφου της Εκκλησίας», συνδέοντάς τον με τα προηγούμενα μιας και τα κείμενα του Ρωμανού πλησίαζαν στην καθομιλουμένη της εποχής του. Επιστρέφει στην ιστοριογραφία και στο «ανεξήγητο» κατά τον ίδιο φρένο στην εξέλιξή της μετά τον Προκόπιο και τους δυο-τρεις συνεχιστές του, για «παραπάνω από τρεις αιώνες». Πάλι οι τρεις αιώνες. Στην Ανατολή. Που συμπίπτουν περίπου με τους τρεις αιώνες σιωπής της Δύσης, μετά τον Βοήθιο. Τι συνέβη στο zeitgeist της λευκής φυλής από τα μέσα του 6ου μέχρι τα μέσα του 9ου αιώνα; Ναι, για τη Δύση είναι ο πρώιμος Μεσαίωνας, αλλά γιατί συνέβη και στις δύο γεωπολιτικές περιοχές; Η μία ήταν κατακερματισμένη, η άλλη αυτοκρατορία. Κι άλλος ανοιχτός λογαριασμός. Όσον αφορά την ιστοριογραφία, ε, εμείς θα πρέπει να συμβιβαστούμε με τα όσα έχουν να μας προσφέρουν οι Χρονογράφοι. «Υπάρχουν ολόκληρες εποχές που δεν θα τις ξέραμε –ή δεν θα τις ξέραμε καλά– χωρίς το φως του καντηλιού, το τρεμουλιαστό και αδύνατο, που έριξαν πάνω τους οι χρονογράφοι». Το κεφάλαιο άνοιξε με το αυτοκρατορικό νομικό έργο του Ιουστινιανού, πέρασε από το κώμα της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, και κατέληξε σ’ ένα τρεμουλιαστό κι αδύνατο φως καντηλιού… και λέμε ότι τα παλιά τα χρόνια η ζωή ήταν πιο στατική από τη σημερινή;

4ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Το Βυζάντιο από τον Ζ’ ως τον Θ’ αιώνα. Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Εικονομάχοι και εικονολάτρες. Θεοφάνης ο Ομολογητής.

Posted in Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος | 1 Comment »

Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος – Κεφάλαιο 2ο

Posted by Alecos Papadopoulos στο 17 Ιουνίου, 2010

2ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Ο άγιος Ιερώνυμος. Μεταβατικά πνεύματα στη Δύση ως τον ς΄ αιώνα. Ο Βοήθιος. Η ελληνική Ανατολή στους ίδιους εκείνους αιώνες. Ο Ιουλιανός και η πάλη μεταξύ ελληνικού πνεύματος και Χριστιανισμού.

Κατάθλιψη. Ο Αυγουστίνος πεθαίνει το 430 «μέγας και έρημος» (εξαίσια έκφραση), καθώς οι Βάνδαλοι πολιορκούν τη ρωμαϊκή πόλη του στα παράλια της Αφρικής (στη σημερινή Αλγερία), μοιρολογώντας για το πνευματικό σκοτάδι που προβλέπει ότι θα σκεπάσει την Ευρώπη –όπως και ο άγιος Ιερώνυμος (Eusebius Sophronius Hieronymus), που είχε αποβιώσει λίγο νωρίτερα, o οποίος έμεινε εργάτης του νέου κόσμου που γεννιόταν (μοναστήρια, θεολογικά και ηθικά κείμενα, και την μέχρι και σήμερα ισχύουσα επίσημη -αν και προφανώς με τροποποιήσεις- μετάφραση της Βίβλου στα λατινικά), χωρίς να κατορθώσει την πνευματική σύνθεση που πέτυχε ο Αυγουστίνος. Προσπαθώ να καταλάβω τι διαβάζω: πριν 16 αιώνες, κάποιος επίσκοπος, κάπου στη μεσογειακή Αφρική οραματίστηκε και συνέθεσε τα θεμέλια αυτού που σήμερα είναι η περιρρέουσα πνευματική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία γεννιούνται, μεγαλώνουν, παλεύουν, αποτυγχάνουν, αγαπούν και απογοητεύονται, προδίδονται και ελπίζουν εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι… ισχύει αυτό για μένα που είμαι Έλληνας; Γεννιέμαι ευρωπαίος ή πρέπει να γίνω; Προφανώς αναφέρομαι σε πνευματικά θέματα και όχι σε γενετικές κληρονομιές (παρεμπιπτόντως και για όσους δεν το έχουν συνειδητοποιήσει, ο περίφημος Φαλμεράγιερ αμφισβήτησε την «ελληνικότητα» των νεοελλήνων βάσει πολιτισμικών και πνευματικών επιχειρημάτων, μιας και στην εποχή του δεν υπήρχαν οι σημερινές ερευνητικές δυνατότητες της γενετικής επιστήμης. Μιλούσε για το πνευματικό dna, όχι για το βιολογικό). Όμως αυτό που με απασχολεί δεν είναι αν έχω τη μύτη του Περικλή, τ’ αυτιά του Πίνδαρου ή τα μάτια του Αριστοτέλη. Αυτό που με απασχολεί είναι αν η Ευρώπη διηθεί το πνεύμα μου από κούνια, ή αν είναι κάτι που θα πρέπει να το σνιφάρω μετά. Αν θέλω. Θα δούμε, εκκρεμεί το θέμα του Βυζαντίου.

Ο συγγραφέας παραθέτει πνευματικές φιγούρες της Δύσης της εποχής εκείνης που καθρέφτιζαν την οδυνηρή προσέγγιση αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας και Χριστιανισμού. Σταματά στον Βοήθιο, που ήταν «ρωμαίος συγκλητικός παλαιού τύπου, Έλλην στη φιλοσοφική του σκέψη και ταυτόχρονα χριστιανός» -ο οποίος, θανατοποινίτης στη Ρώμη του Οστρογότθου βασιλιά Θευδέριχου (Θεοδώριχου), συνθέτει το τελευταίο του έργο σε έμμετρα λατινικά όπου η  Φιλοσοφία έρχεται να τον  παρηγορήσει αποδιώχνοντας της Μούσες της Ποίησης γιατί, όπως γράφει ο Βοήθιος, «δεν  απελευθερώνουν τον νου των ανθρώπων από την  αρρώστια, αλλά τον κάνουν να συνηθίζει σ’ αυτήν». Με τον τρόπο αυτό, ο Βοήθιος ξεκαθαρίζει το αυτονόητο: η φόρμα είναι υποδεέστερη του περιεχομένου. Ο έμμετρος λόγος δεν είναι υποχρεωτικά ποιητικός, μπορεί να είναι φιλοσοφικός. Μετά την εκτέλεση του Βοήθιου το 525, για τρεις αιώνες υπήρξε στη Δύση μια «οδυνηρή σιωπή του πνεύματος», αναπόφευκτη κατά τον συγγραφέα θυσία προκειμένου να φανερωθεί η «αλήθεια της Ευρώπης», δηλαδή η «κοινή μοίρα του Βορρά και του Μεσογειακού Νότου και η δραματική και αναπότρεπτη πορεία προς την αναζήτησή της». Τρεις αιώνες. Φιου.

Ήρθε η ώρα της Ανατολής –Βυζάντιο. Εδώ, τα πράγματα κύλησαν αλλιώς. Εδώ η Νέα Ρώμη δεν  κατακτήθηκε από τους επιδρομείς. Και παρ’ όλο που ο ευρωπαίος άκουγε τη φωνή του Βυζαντίου στις δύσκολες ώρες του μεσαίωνα, μετά την ξέχασε. Κι έτσι το Βυζάντιο δεν κατέστη αποφασιστικός παράγων για τη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού πνεύματος. Γιατί την  ξέχασε; Διότι, «δεν μίλησε ελληνικά ένας Βυζαντινός όπως μίλησε ο Δάντης, έλλειψε από το Βυζάντιο ο μέγας ποιητικός λόγος… χρειάσθηκε να περάσουν πολλοί αιώνες για να αναζητήσει την ψυχή του Βυζαντίου και να την ανακαλύψει το ευρωπαϊκό πνεύμα. Την ανακάλυψε, αφού είχε πια το ίδιο αποκρυσταλλωθεί»

Συνειδητοποιώ ότι σ’ όλη αυτή την αναγνωστική περιπέτεια, θα έχω να παλεύω συνεχώς με τις δικές μου αποκρυσταλλωμένες απόψεις και ιδεοληψίες. Είμαι παιδί του Ιστορικού Υλισμού, πεπεισμένος ότι το καλό το μονοπάτι ξέρει κι άλλο παλικάρι, ότι οι μεγάλες προσωπικότητες χρωματίζουν αλλά δεν αλλάζουν την πορεία της Ιστορίας… ναι αλλά εδώ μιλάμε για την ιστορία του πνεύματος –μήπως εδώ οι προσωπικότητες και το πνεύμα της κάθε μιας είναι αυτοί καθαυτοί οι φορείς της εξέλιξης; Δηλαδή αν δεν υπήρχε ο Δάντης θα υπήρχε κάποιος άλλος στη θέση του που θα έγραφε τα ίδια περίπου έργα; Αν  η κοινωνική ιστορία χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλη αδράνεια -αντίσταση στην  αλλαγή της κινητικής κατάστασης (άρα επιστρέψτε στο παρελθόν και σκοτώστε όσους πασίγνωστους πολιτικούς ηγέτες θέλετε, το σήμερα δεν θα αλλάξει και πάρα πολύ),  μήπως η ιστορία του πνεύματος είναι χαοτική (δηλαδή η δική της εξέλιξη είναι εξαιρετικά ευαίσθητη στην οποιαδήποτε ενδιάμεση αλλαγή); Συνειδητοποιώ ότι ο Π. Κανελλόπουλος δεν υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Δεν περιγράφει την ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος ως μια αλυσίδα σπουδαίων πνευμάτων –απλώς ανασύρει, φωτίζει και διακρίνει αυτούς που θεωρεί ότι συμπυκνώνουν, αναδεικνύουν και παγιώνουν τις υποκείμενες διεργασίες. Αλλά είναι γοητευτικό να προσωποποιείς –φέρνεις το γιγαντιαίο στα μέτρα σου.

Το ότι ο συγγραφέας δεν πέφτει στην παγίδα των προσωπικοτήτων  φαίνεται από το πώς αντιμετωπίζει τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουλιανό τον Παραβάτη: με ανελέητη συμπάθεια. «Ο Ιουλιανός πρέπει να αισθάνθηκε, στο τέλος, κάποιαν ερημιά γύρω του… Οι αναχρονισμοί δεν δημιουργούν Ιστορία… Η κάθε εποχή έχει τον νόμο της. Όποιος τον παραβαίνει –κι ο Ιουλιανός ήταν μέγας Παραβάτης- φεύγει, χωρίς η δράση  του ν’ αφήνει βαθιά ίχνη στη γη της Ιστορίας».

Ακολούθως ο Π. Κανελλόπουλος καταπιάνεται με του μεγάλους Έλληνες Ιεράρχες (λίγο-πολύ αυτούς που όλοι μας ακούμε ή ακούγαμε από το δημοτικό), για τους οποίους γράφει πως «ένας ηθικά θαυμαστός, αλλά ιστορικά μοιραίος, πνευματικός ασκητισμός… τους εμπόδισε να προχωρήσουν στη σύνθεση» (αρχαίας Ελλάδας και Χριστιανισμού), για να καταλήξει πως «το Βυζάντιο άρχισε τη ζωή του με τον χωρισμό των δρόμων, όχι με τη σύνθεση». Στο τέλος του κεφαλαίου, αφού παραθέσει αρκετά ονόματα για να στηρίξει την εικόνα του χωρισμού και του πνευματικού διχασμού, όπως ο ιστοριογράφος Ζώσιμος, ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πρόκλος, ο τελευταίος σχολάρχης της Ακαδημίας Πλάτωνος Δαμάσκιος αλλά και «διδάσκαλους του χριστιανικού λόγου που θεώρησαν το ελληνικό πνεύμα σαν κακό πειρασμό», όπως  ο Ιωάννης ο Φιλόπονος και ο ψευδο-Διονύσιος (ο «Αεροπαγίτης»), ο συγγραφέας προσφέρει υπαινικτικά μια ευφυή όσο και απλούστατη ψυχαναλυτική ερμηνεία για τους χριστιανούς αρνητές της αρχαίας Ελλάδας: ο Λατίνος Βοήθιος είχε υπερνικήσει «τον φόβο ότι η αρχαία Ελλάδα ήταν επικίνδυνη για τους χριστιανούς. Όσοι έγραφαν ελληνικά δεν τον είχαν υπερνικήσει»… Όταν χρησιμοποιείς τα όργανα του εχθρού σου, πρέπει να απορρίψεις οτιδήποτε άλλο προέρχεται από αυτόν. «Τα πράγματα μας προδίδουν» έγραψε ο Ζαν Ζενέ στις Δούλες.

3ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Ο ελληνικός λόγος τον ς΄αιώνα. Αντινομίες στην αφετηρία του βυζαντινού πνεύματος. Ο Προκόπιος, ο Ρωμανός ο Μελωδός και άλλοι. Οι Χρονογράφοι.

Posted in Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος | 3 Σχόλια »

Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος – Κεφάλαιο 1ο

Posted by Alecos Papadopoulos στο 15 Ιουνίου, 2010

1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Η  μετάβαση από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο στον  ευρωπαϊκό. Η σημασία της παρουσίας του Αυγουστίνου. Το κλασικό και το ρομαντικό στοιχείο  στην πνευματική ζωή.

«Η γένεση και η ουσία του ευρωπαϊκού κόσμου δεν μπορεί να γίνει νοητή, αν δεν την  αναγάγουμε στο αρχαίο ελληνικό πνεύμα, στη ρωμαϊκή πολιτειακή παράδοση και νομοθεσία, στον Χριστιανισμό και στο βάρβαρο και ακμαίο αίμα των λαών του Βορρά».

Στη συνέχεια ο Π. Κανελλόπουλος  θα προσπεράσει τη συμβολή των Ρωμαίων (που δεν αφορά τόσο την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή) και θα επικεντρωθεί στις άλλες τρεις συνισταμένες, τις εξής δύο: την αρχαία Ελλάδα που προσέφερε το λεγόμενο «κλασικό» στοιχείο, και τον «θαυμαστό συνδυασμό» του Χριστιανισμού και του Βορρά, που προσέφερε ότι ονομάζουμε «ρομαντικό» στοιχείο… Ανοίγουν οι πρώτοι λογαριασμοί που δεν ξέρω πώς και αν θα κλείσουν κάποια στιγμή αργότερα: αν η εκδοχή του χριστιανισμού που συνκαθόρισε το ευρωπαϊκό πνεύμα είναι αυτή που προήλθε από τη μίξη του με τους βόρειους λαούς της Ευρώπης, δεν είναι ειρωνικό το ότι ο τόπος που προσέφερε το άλλο θεμέλιο, η Ελλάδα, διατήρησε τον «άλλο» χριστιανισμό, αυτόν της Ανατολής; Και πώς διάβολο συνεισφέρει στο ευρωπαϊκό πνεύμα το Βυζάντιο (με το οποίο ασχολείται εκτενώς ο συγγραφέας στα επόμενα κεφάλαια); Cliff-hangers σε φιλοσοφικό σύγγραμμα –έχω να το ζήσω αυτό από την «Ιστορία της Τρέλας» του Φουκώ.

Ακολούθως ο συγγραφέας τολμά να συμπυκνώσει τη συνεισφορά της αρχαίας Ελλάδας στο ευρωπαϊκό πνεύμα σε ένα και μοναδικό στοιχείο: «Οι Έλληνες πρώτοι στον κόσμο ανακάλυψαν τι θα πει ‘διάκριση’, δηλαδή ανακάλυψαν το φως». Άρα «φωτισμένο πνεύμα» είναι αυτό που μπορεί να «διακρίνει το καθετί από το καθετί». Μετά από πολλά χρόνια ο Π. Κανελλόπουλος με συμφιλιώνει με τη λέξη και την έννοια του φωτός: προτιμώ και θα προτιμώ τη νύχτα και το σκότος, αλλά πλέον όταν θα διαβάζω τη λέξη «φως» δεν θα με πιάνει αμέσως αλλεργία στη σκέψη όλων των εγκλημάτων που έχουν διαπραχθεί στο όνομά του (τουλάχιστον η νύχτα και το σκοτάδι δεν κρύβουν τις θηριώδεις προθέσεις τους). «Φως» δεν σημαίνει σοφία, καλλιέργεια, πνευματική ανωτερότητα: «φως» σημαίνει ορατότητα και άρα δυνατότητα διάκρισης και διαχωρισμού. Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την έννοια του φωτός στον χώρο του πνεύματος με την ίδια ακριβώς έννοια που έχει και στη φύση.

Ησυχάζω από το άγχος του Προλόγου:  Ο συγγραφέας δεν θεωρεί ότι οι αρχαίοι Έλληνες «όντας ανώτεροι έδωσαν τα φώτα» και άρα οι απόγονοί τους θα έπρεπε να συνεχίζουν να εισπράττουν πνευματικά δικαιώματα δύο χιλιάδες χρόνια μετά, αλλά έχει πλήρη επίγνωση της ιστορικής τυχαιότητας –που ακολούθως βέβαια γίνεται αναπόσπαστο παρελθόν: «H Ελλάς, αφού έτυχε μια φορά να ανατείλει, έγινε, σαν ανατολή και φως, κάτι το αναπότρεπτο για τον κάθε Ευρωπαίο».

Προφανώς, μέσα σ’ όλη αυτή την ενδοσκοπική αναμπουμπούλα δεν πολυ-καίγομαι για το –πειστικό– επιχείρημα ότι παρά τον φιλόσοφο Ιουστίνο, τον Κλήμη Αλεξανδρείας και τον Ωριγένη που προηγήθηκαν, είναι ο Άγιος Αυγουστίνος (Augustine of Hippo, 354-430) που πρέπει να θεωρηθεί ως «ο πρώτος Ευρωπαίος» : «μόνο με τον Αυγουστίνο βλέπουμε την προσωπικότητα του ανθρώπου να θραύεται, να μας το λέει μάλιστα ότι θραύεται· και για πρώτη φορά απευθύνεται στον άνθρωπο το αίτημα να ανασυνθέσει τα αντίθετα στοιχεία, τα σκόρπια κομμάτια του εαυτού του ή του κόσμου». Σιγά μην περίμενε ο Αυγουστίνος τον Χέγκελ και τον Φρόυντ.

2ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Ο άγιος Ιερώνυμος. Μεταβατικά πνεύματα στη Δύση ως τον ς΄ αιώνα. Ο Βοήθιος. Η ελληνική Ανατολή στους ίδιους εκείνους αιώνες. Ο Ιουλιανός και η πάλη μεταξύ ελληνικού πνεύματος και Χριστιανισμού.

Posted in Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος | 1 Comment »

Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος – Πρόλογος

Posted by Alecos Papadopoulos στο 12 Ιουνίου, 2010

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Οι μεταγενέστεροι πρόλογοι  -του 1966 και του 1976- είναι κυρίως ενημερωτικοί. Διαβάζω, αναμένω.  Είναι στον πρώτο πρόλογο του συγγραφέα (αυτόν που συνόδευε την έκδοση των  2 πρώτων τόμων,  το 1941 και 1947), όπου αρχίζουν οι ανατριχίλες: «Ο χρόνος στην ιστορία του πνεύματος είναι κάτι αλλιώτικο από τον χρόνο στην  ιστορία της πολιτικής ζωής, των πολέμων και των κοινωνικών θεσμών. Ο δεύτερος φθείρει· ο πρώτος διαιωνίζει». Διαισθάνομαι ότι αυτό που θα αντιμετωπίσω στις χιλιάδες σελίδες που θα ακολουθήσουν είναι μια καθαρότητα νοημάτων που στις μέρες μας θεωρείται αφελής. Γιατί τότε νιώθω ότι με ανακουφίζει; Λίγο παρακάτω, τα πράγματα χειροτερεύουν: «Μήπως δεν θα έπρεπε να επιχειρηθεί διόλου η συγγραφή ενός τέτοιου βιβλίου;  Υπεύθυνη για τη συγγραφή είναι η σύλληψή του· κι η σύλληψη έγινε μέσα μου σαν  ένα αίτημα πνευματικό και ηθικό· δεν μπορούσα λοιπόν να κάμω αλλιώς· το βιβλίο αυτό ήμουν αναγκασμένος να το γράψω«. Μου θύμισε φράση από ένα δοκίμιο του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, «έτσι κάνω γιατί έτσι είμαι· έτσι είμαι γιατί έτσι μόνο μπορώ να είμαι» -να αποδέχεσαι τη φύση σου και να την κάνεις επιλογή, και άρα να αποδέχεσαι και  τις συνέπειες… Πώς είναι δυνατόν να νιώθω μια τέτοια ψυχολογική συγγένεια με έναν άνθρωπο που ήταν 65 χρονών όταν γεννήθηκα; Το ευρωπαϊκό πνεύμα θα φταίει.

Ο Π. Κανελλόπουλος αφήνει συνειδητά εκτός του βιβλίου του την ιστορία του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, διότι «η Ελλάς βρίσκεται πριν από την Ευρώπη», «η έννοια της Ευρώπης προϋποθέτει την Ελλάδα» και «η Ευρώπη είναι ακριβώς ο καρπός της Ελλάδος». Ανησυχώ: θα έχω να αντιμετωπίσω στη συνέχεια έναν, ίσως ειλικρινή, ίσως ειρηνικό, αλλά ταυτόχρονα και εμετικό παροξυσμό προγονολατρείας σε αντίστιξη με ‘αυτούς τους τύπους που τρώγανε ακόμη βαλανίδια όταν εμείς είχαμε ήδη κουραστεί από τα μεγάλα και σπουδαία’; Ελπίζω όχι, αλλιώς το βιβλίο θα πάει απευθείας στην ανακύκλωση. Τώρα αρνούμαι να προβλέψω, και γυρνάω τη μοιραία σελίδα: Κεφάλαιο 1ο. Ένα ταξίδι 17 αιώνων, χωρίς επιστροφή.

1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Η  μετάβαση από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο στον  ευρωπαϊκό. Η σημασία της παρουσίας του Αυγουστίνου. Το κλασικό και το ρομαντικό στοιχείο  στην πνευματική ζωή.

Posted in Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος | Leave a Comment »

Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος

Posted by Alecos Papadopoulos στο 12 Ιουνίου, 2010

Όχι, δεν τη γράφω εγώ. Τη διαβάζω. Η πρώτη φορά που έμαθα ότι υπάρχει ένα πολύτομο βιβλίο που λέγεται «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» πρέπει να ήταν όταν ήμουν 17 χρονών, πριν 25 χρόνια περίπου, γύρω στα 1985, λίγο μετά που είχε κυκλοφορήσει ο 10ος τόμος. Από τότε ήταν ένα από τα βιβλία που με παρενοχλούσε σε όχι αραιά χρονικά διαστήματα: πάρε με. διάβασέ με. ρούφηξέ με. μάθε με. Η ερωτική χροιά δεν μου είχε διαφύγει, ίσως γι αυτό αντιστεκόμουν τόσα χρόνια.

Αποφάσισα να ενδώσω τώρα που η εφημερίδα Το Βήμα αποφάσισε να επανεκδώσει σταδιακά ολόκληρο το έργο. Ίσως γιατί αυτή η περιοδικότητα βοηθά στο να μην το αντιμετωπίσω σαν έναν ογκόλιθο που θα πρέπει «κάποτε» να βρεθώ σε «κατάλληλη» διάθεση και να έχω τον «ανάλογο» χρόνο για να το διαβάσω από την αρχή  μέχρι το τέλος. Βοηθά στο να το κάνω κομμάτι της καθημερινότητάς μου για κάποιο χρονικό διάστημα, κεφάλαιο το κεφάλαιο, παράλληλα με τις άλλες δραστηριότητες της ζωής μου -μιας και έτσι το έγραψε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ως ένα έργο για να βαθύνει η ανάσα μας, κι όχι για να αποτραβηχτεί η διάνοιά μας: δεν είναι επιστημονικό σύγγραμμα,  έστω και μόνο γιατί δεν έχει υποσημειώσεις. Δεν  είναι εγκυκλοπαιδικό λεξικό -ο  συγγραφέας δεν συσσωρεύει και αποδελτιώνει πληροφορίες, αλλά ερμηνεύει, συνδέει, κρίνει και σχολιάζει, δηλαδή συνθέτει, και άρα τολμάει. Και το κάνει με μια αδιανόητα προσιτή γλώσσα -κάτι που με οδηγεί στο να ανασύρω με χαρά μια διάκριση που κανείς άλλος εκτός από μένα δεν φαίνεται να αποδέχεται: ο Π. Κανελλόπουλος γράφει ως φιλόσοφος και όχι ως διανοούμενος.

Πώς τα γνωρίζω όλα αυτά; Διάβασα ήδη τους πρόλογους του συγγραφέα και το 1ο κεφάλαιο, και τολμώ κι εγώ να προβλέψω. Αλλά επειδή ως συγγραφέας έχω την ανάγκη να εκτίθεμαι γράφοντας, κάθε κεφάλαιο της Ιστορίας του Ευρωπαϊκού Πνεύματος (είναι εκατοντάδες) θα γεννά μια ανάρτηση στο blog, και θα υπάρχει σελίδα που θα τα συγκεντρώνει όλα μαζί. ‘nough said. Σε λίγο το πρώτο post.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Posted in Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος | 2 Σχόλια »