Οι Γραφές του Αύριο

…γιατί το Σήμερα πέρασε και το Χθες δεν ήρθε ακόμη

Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος – Κεφάλαιο 7ο

Posted by Alecos Papadopoulos στο 6 Φεβρουαρίου, 2011

7ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Η τέχνη στο Βυζάντιο. Η αρχιτεκτονική. Η Αγία Σοφία και οι Άγιοι Απόστολοι. Η βυζαντινή ζωγραφική και οι διάφορες φάσεις της ως τον ΙΒ’ αιώνα.

Οι εικαστικές τέχνες δεν είναι το φόρτε μου. Φυσικά υπάρχουν κάτι Ισπανοί ζωγράφοι που μου φέρνουν ανατριχίλες, κάτι γλύπτες που με ζαλίζουν, και τα αρχιτεκτονικά οικοδομήματα μπορούν πάντα να με εντυπωσιάσουν… αλλά δεν είναι αυτές οι τέχνες και τα έργα του πνεύματος που με παθιάζουν… όχι ότι παθιάζουν τον Π. Κανελλόπουλο, ή τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω. Αυτά που γράφει στο 7ο κεφάλαιο τα πιστεύει, αλλά δείχνει να μην γνωρίζει, και να μην καίγεται να γνωρίσει, το αντικείμενο εις βάθος. Υποψιάζομαι ότι ένας βυζαντινός αρχαιολόγος ή ένας ιστορικός της τέχνης θα σνόμπαρε αυτό το κεφάλαιο. Μην το κάνετε: o συγγραφέας γράφει αφού κοιτάξει με το βλέμμα του λόγου – κι αυτό το βλέμμα γίνεται πολύ αυστηρό και επιλεκτικό όταν δεν κοιτά τον εαυτό του.

Ο Π. Κανελλόπουλος κοίταξε την αρχιτεκτονική του Βυζαντίου και είδε δύο πράγματα: τον τρούλο της Αγίας Σοφίας («ο ήλιος της αυτοκρατορίας»), και τον χαμένο ναό των Αγίων Αποστόλων. Για να φανταστούμε το εξωτερικό του, κοιτάμε τον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, του οποίου αποτέλεσε πρότυπο. Το εσωτερικό του περιγράφεται σε ένα χειρόγραφο του Νικόλαου Μεσαρίτη. Ο συγγραφέας μοιρολογεί την λιποψυχία του Πατριάρχη Γεννάδιου, στον οποίο παραχωρήθηκε ο ναός από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή, γιατί τον εγκατέλειψε με αποτέλεσμα οι Τούρκοι τελικά να τον γκρεμίσουν. Αλλά καταλαβαίνεις ότι ο Π. Κανελλόπουλος δεν οδύρεται για την απώλεια του κτίσματος: στον ναό των Αγίων Αποστόλων ήταν θαμμένοι πλείστοι σπουδαίοι βυζαντινοί αυτοκράτορες, ξεκινώντας από τον Μέγα Κωνσταντίνο –ήταν ο ναός που «πραΰνοντας τις ψυχές των μεγάλων νεκρών, ήταν το χλωμότατα φωτεινό φεγγάρι της αυτοκρατορίας». Ο λυρισμός του συγγραφέα είναι συγκινητικός. Νιώθεις ότι θέλει να γράψει (αλλά δεν το κάνει, στο όνομα της επιστημονικής αξιοπιστίας του έργου του), ότι αν γεωπολιτικά και ιστορικά το Βυζάντιο, κατακτήθηκε τότε που ξέρουμε όλοι, η ψυχή του χάθηκε με την καταστροφή του ναού των Αγίων Αποστόλων. Κι επειδή μια τέτοια μεταφυσική είναι εντελώς παγανιστική, ο Π. Κανελλόπουλος σε αφήνει μόνο να τη διαισθανθείς. Αλλά για το Τρούλο (ένας είναι ο Τρούλος), ο συγγραφέας δεν διστάζει: περιγράφει την αρχιτεκτονική του ιδιαιτερότητα σε σύγκριση με τους προγενέστερους και μεταγενέστερους τρούλους, και ούτε λίγο ούτε πολύ μας λέει ότι είναι όσο κοντύτερα έχει κατορθώσει να φτάσει ο άνθρωπος στην αναπαράσταση του ουρανού επί της γης. Και δεν έχει άδικο.

Για την ζωγραφική όμως, ο Π. Κανελλόπουλος έχει να πει κάτι ακόμη βαρύτερο: «Στο Βυζάντιο αυτονομήθηκε οριστικά και τελεσίδικα η ζωγραφική ως πνευματική δημιουργία. Έγινε αυτόνομη όσο και η δημιουργία του λόγου». Πιο πριν, η ζωγραφική υπηρετούσε την γλυπτική, την αγγειοπλαστική, ήταν περισσότερο μια τέχνη διακόσμησης κάποιου άλλου κατασκευάσματος, κι ακολουθούσε «περισσότερο τον κλασικό νόμο της πλαστικής γραμμής παρά την ρομαντική τάση του χρώματος». Που έχει (το χρώμα) «άπειρο μουσικό βάθος». Για να το πω χυδαία (και ανακριβώς), πριν από το Βυζάντιο δεν υπήρχαν ζωγράφοι, μόνο γραφίστες.

Η αυτονόμηση της ζωγραφικής (ως πεδίο όπου κυριαρχεί το χρώμα) ξεκίνησε από την Αρχαία Ελλάδα, συνεχίστηκε στη Ρώμη, και άφησε ίχνη για να τα βρούμε στα πορτραίτα του Φαγιούμ. Όμως, επειδή «η ζωγραφική, αν και τέχνη που απευθύνεται στην όραση, ζητάει τα αόρατα», γι αυτό «μόνο από τα βάθη του χριστιανικού πόνου και πένθους μπορούσε να προκύψει θριαμβευτικά η ζωγραφική πράξη ως απόλυτα αυτόνομη πνευματική δημιουργία».

Ψηλαφίζοντας την ιστορία της βυζαντινής ζωγραφικής, ο συγγραφέας μας θυμίζει ότι τα διασωθέντα βυζαντινά έργα στο Βυζάντιο προέρχονται από την εποχή μετά την ήττα της Εικονομαχίας, για αυτό και αναζητά –με προσοχή– τα χαρακτηριστικά της παλαιότερης βυζαντινής εικονογραφίας στη Ραβέννα, την πιο βυζαντινή ιταλική πόλη, και γενικότερα στην Ιταλία όπου πολλοί βυζαντινοί κατέφυγαν κατά την περίοδο της Εικονομαχίας και, μη έχοντας τίποτε καλύτερο να κάνουν, ορισμένοι από αυτούς έγιναν Πάπες, αφήνοντας τα βυζαντινά σημάδια στους τοίχους του (μετέπειτα) καθολικών.

Ο συγγραφέας αναφέρει ότι οι Εικονομάχοι βασιλείς στήριξαν και προώθησαν την κοσμική ζωγραφική, αλλά όλως περιέργως μένει σε αυτή και μόνο την παρατήρηση… μια συνέπεια του κενού που δημιούργησε η Εικονομαχία στην θρησκευτική ζωγραφική, ήταν ότι η μεταγενέστερη αναγέννησή της ήταν ένα μοναδικό μίγμα «κλασικού-ελληνιστικού πνεύματος και θρησκευτικού μυστικισμού», με την λεγόμενη «ιερατική» τέχνη (ήτοι μη-ελληνιστική, με άγνοια των κανόνων της κλασικής αισθητικής, αντι-ρεαλιστική και άκομψη, αλλά πηγάζουσα από μια γνήσια καλλιτεχνική βούληση) να αποτελεί ένα σημαντικό παράλληλο ρεύμα που ενίοτε συμπαρέσυρε και την αυτοκρατορική αυλή.

Ο συγγραφέας είναι πιο αναλυτικός και περιγραφικός απ’ ό,τι ίσως σας δίνω να καταλάβετε –αλλά είπαμε: οι εικαστικές τέχνες δεν είναι το φόρτε μου. Το κεφάλαιο σταματά στον 13ο αιώνα, διότι πρέπει κάποτε να επιστρέψουμε και στη Δύση –που θυμίζω, την έχουμε αφήσει 700 χρόνια πίσω, στον 6ο αιώνα.

Σχολιάστε